ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (ΠΑΝΑΣΣΟΣ)
Της Ελένης Μανιωράκη - Ζωϊδάκη
«Τσι μεγάλες αποκρές κουζουλαίνονται κι οι γρες
έτσι λέει η παροιμία, λογική δεν μένει μία.
Κι όχι μόνο οι γρες, μα και τα μωροκόπελα κι οι σοβαροί άντρες και οι χαμηλοβλεπούσες κοπελιές, όλοι φορούσαν το σκουφί του κουζουλού.
.Κι άρρωστοι γινότανε καλά κι οι ντουχιντισμένοι αναθάρρευαν, κι οι ερωτευμένοι γιόρταζαν. Τις απόκριες όλα επιτρέπονται, όλα συγχωρούνται, όλα τα κρυφά ξεφανερώνονται, ακόμη και τα αγγίσματα κρίνονται επιεικώς. Η μαγική μάσκα μέσα στο κέφι το τρελό, μεταμορφώνει τα πρέπει και τα μη, σε μασκαράδες ακίνδυνους. Όλο το χωριό μαζί σε ένα πανηγύρι ξέφρενο σε ένα κέφι ασυγκράτητο, σε ένα φαγοπότι χωρίς όρια. Όχι για μια ή δυο μέρες αλλά για τρία ολόκληρα Σαββατοκύριακα και μια Δευτέρα.
Μόλις πιάναμε τριώδιο το χωρίο άλλαζε φυσιογνωμία.
. Σε κάθε γιορτή προηγείται σφαγή. Τα χαριτωμένα κατσικάκια που καλόγεννες αίγες γεννούσαν δίδυμα ή τρίδυμα έπεφταν στον βωμό των απόκρεων. Τα είχαμε μοιράσει τα σαββατοκύριακα. Ένα σε κάθε συγγενή . Το τελευταίο στην γιαγιά. Εμείς τα παιδιά, σχεδόν κάθε βράδυ, ντυνόμαστε μασκαράδες με παλιά ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες και κρύβαμε τα πρόσωπά μας με μαντήλια και γυρίζαμε τα σπίτια. Μάσκες φορούσαν μόνο οι μεγάλοι. Το αστείο ήταν η προσπάθεια να αναγνωρίσουν ποιος κρύβεται κάτω από την μάσκα. Εμάς μας αναγνώριζαν κυρίως από τα ρούχα των δικών μας. Οι μεγάλοι έφτιαχναν μάσκες από δέρμα κουνελιού ή με άλλο δέρμα ή χαρτόνι. Συνήθιζαν να ντύνονται οι άνδρες,γυναίκες εγκυμονούσες ή γριές καμπούρες, κι οι γυναίκες ντυνόταν με βράκες ή με άλλα περίεργα ρούχα που προκαλούσαν το γέλιο και κανένας δεν μπορούσε να τις γνωρίσει.
Οι πιο τολμηρές που βάζανε το χέρι μέσα στην βράκα ,σίγουρες ότι πρόκειται για μασκαρεμένη γυναίκα και βρέθηκαν να χουφτώνουν ένα αντρικό πράμα, την ντροπή αυτή ποτέ δεν την ξεπέρασαν. Το τραπέζι της αποκριάς πλούσιο. Όλοι ερχόταν με τα φαγητά τους. Οι νοικοκυρές συναγωνίζονται ποια θα φέρει το πιο καλομαγειρεμένο φαγητό. Εκτός το κατσικάκι μαγειρεμένο με πολλούς τρόπους έρχονται τα πιταράκια με γλυκιά μυζήθρα αλλά κι οι ξυλικόπιτες με την ξυνή. Η ξυνή μυζήθρα λέγεται και « τση κουρούπας» γιατί την έχουν σε μια κουρούπα (πήλινο βάζο) που την έχουν θάψει μέσα στο χώμα για μήνες. Μετά το φαγητό όλοι οι χωριανοί στο καφενείο. Οι λυράρηδες είχαν πάρει την θέση τους. Εκεί ερχόταν μασκαρεμένες παρέες που έλεγαν αστεία τραγούδια και πειράγματα και βρώμικες λέξεις, που κανένας δεν παρεξηγούσε. Έλεγαν πειρακτικές μαντινάδες που όλοι τις γνώριζαν, όμως έτσι έπρεπε να τις πουν:
«Τα μάθια σου 'ναι σαν ν-τα αυγά , τ' αφτιά σου σαν ν-του χοίρου
κι η μύτη σου κατσουνωτή ωσά ν-του σκαντζοχοίρου».
Μωρή τσικαλοστούμπωμα (σκέπασμα της κατσαρόλας),μωρή λαδοκουρούπα,
που'κατσες και κατηγορείς μιαν ασημένια κούπα».
Ο κακοπαντρεμένος θα βρει την ευκαιρία να πει τον πόνο του:
«Στραβή μου την ελέγανε μα εκείνη αλληθωρίζει,
το βούι από το γάιδαρο δεν τονε ξεχωρίζει».
Κι αυτού που η καλή του παντρεύτηκε άλλο:
«Για πέντε ρίζες χαρουπιές και τρεις οκάδες λάδι,
επήρες έναν μπουνταλά να ζήσετε ομάδι.
Όλες του οι δικολογιές (σόι) είναι εφτά νομάτοι,
οι τέσσερις είναι στραβοί κι τρεις με τόνα μάτι».
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα όλο το καφενείο άδειαζε. Όλοι πήγαιναν σπίτι να φάνε ότι περίσσεψε, γιατί από αύριο αρχίζει η μεγάλη σαρακοστή κι όλοι μα όλοι θα νήστευαν σαράντα οκτώ ολόκληρες μέρες. Στο τραπέζι της τελευταίας Κυριακής που λεγόταν Τυρινή, ενώ η προηγούμενη λεγόταν κρεάτινη, τα φαγητά δεν σηκώνονται από το τραπέζι.. Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής είχε απ'όλα. Νάτος ο μαϊμουνιέρης Κτυπά το ντέφι κι αυτά εκτελούν τις διαταγές του καταπώς λέει το τραγουδάκι:
« πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι.
Με τα χέρια τους το τρίβουν, μετά με το κούτελο , με τα γόνατο και τελικά,με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν. Και δώστου να τρίβουν τον κώλο τους κάτω και όλοι να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Μέχρι τα ξημερώματα πηγαίναν κι ερχόταν οι μασκαρεμένοι λέγοντας διάφορα πειρακτικά τραγουδάκια και αστείες κινήσεις γνωστά σε όλους κι όμως σαν να το βλέπανε πρώτα φορά.
Κάθε πατούλια (παρέα) έλεγε το δικό της τραγουδάκι:
« Με τη θειά μου τη Θοδώρα επηγαίναμε στη χώρα,
ήλεγε μου κι ήλεγα τση, ήκανε μου κι ήκανα τση.
Και στου Πανασσού τον δέτη πώς το κάνει ο θιός και πέφτει.
-Εδέ τόπος εδέ κάλλη άχι θειά και να'σουνα άλλη.
-Κάμε γιε μου τη δουλειά σου κι αύριο είμαι πάλι θειά σου.
Να κι ο μπάρμπας από πέρα,ντάκα-ντούκου τη μαχαίρα.
-Ω! διάλε την ανθρωπιά σου κι ήντα κάνεις κια τση θειά σου.
-Πόνος μπάρμπα τηνε παιάνει και ποτρίβω την να γειάνει.
-Πότριβε τηνε παιδί μου άπου νάχεις την ευκή μου
πότριβε τηνε καλά για να γειάνει πιο καλά.
Δεν προλάβαινε να τελειώσει η μια παρέα κι άρχιζε η άλλη:
«Ένας γέρος είχε αμάχη με την γρα ν-του κι ήντα να' χει,
Πώς δεν του 'δωκε ζουμί για να βρέξει το ψωμί.
-Να' χε να νογάς γερόντισσα να με παραταΐζεις
δεν σ'άφηνα μα το θεό πράμα να λαχταρίζεις.
Στριφογυρίζεται η γριά να ψήσει ένα σφουγκάτο
κι ο γέρος εσηκώθηκε και την νε ρίχνει κάτω.
Κι απ' τα πολλά παλέματα που κάνανε στα ρούχα,
εσπάσανε το λαδικό και την γλινοκουρούπα.
Σαν είδε η γρα το λαδικό πώς ήτανε στα σπασμένο
πιάνει την χαχαλόβεργα και ζύγωνε το γέρο.
-Άφες με γρα μου άφες ο κακομοιριασμένος
εγώ δεν είμαι για δουλειά ο κακοποδομένος.
Και να οι ηλικιωμένοι με περίσσιο κέφι σατυρίζουν τα
ην ανημποριά τους;
-Ήμουνα κράχτης πετεινός κι εδά στα γερατειά μου
να με τσιμπούν οι όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου.
- Οι πέρδικες είναι πολλές μα που 'ντο το τουφέκι
η κάνη του εσκούριασε κι ο πετεινός δε στέκει.
-Το ρίφι τση γειτόνισσας μπαίνει μες το σπαρμένο
και τση το πιάνω κάθε αργά μα δεν ν-τη καταφέρνω.
-Μαύρη 'σαι και κατέχω το, άσκημη και θωρώ το
μα κεια που το' χουν οι καλές το'χεις κι εσύ χαρώ 'το.
Χάχανα και γέλια και χειρονομίες αστείες. Συνήθως οι μασκαράδες κρατούσαν χοντρά ραβδιά και μ' αυτά φοβέριζαν τους περίεργους που ήθελαν να τους ξεμασκαρώσουν. Υπήρχαν όμως και κάποιες δεισιδαιμονίες ανερμήνευτες.
Ο τροχός μιας θρησκείας τα εξαφάνισε όλα. Όσα δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τα ενσωμάτωσε αλλοιωμένα . Με την κατάργηση αυτών των γιορτών θα σβήσει από τα χείλη των Ελλήνων η ανυπόκριτη χαρά και το άδολο γέλιο, θα χαθεί η αίσθηση του χιούμορ και μαζί με αυτά θα χαθεί η αίσθηση του ωραίου, η έμπνευση, το φτερούγισμα της ψυχής, η μεγαλοφυΐα, η δημιουργική ικανότητα. Δεν θα σβηστούν όμως παντελώς γιατί αυτά αν και απαγορευμένα θα μακροημερεύουν στις ψυχές των Ελλήνων. Απομεινάρια της Διονυσιακής λατρείας είναι τα δρώμενα των απόκρεω που γιορτάζονται απ' όλους τους Έλληνες με περίσσια αγάπη τρεις Κυριακές και την καθαρά .
Οι χαρούμενες βέβαια αυτές Διονυσιακές γιορτές που ωθούσαν τους ανθρώπους στη λατρεία της φύσης και λύτρωναν τις ανθρώπινες ψυχές από τα σκοτάδια της αμαρτίας και αμάθειας καταργήθηκαν πριν 2000 χρόνια από θρησκευτικές δοξασίες κατά τις οποίες το γέλιο κι η χαρά ήταν έργα του διαβόλου.
Με την κατάργηση αυτών των γιορτών έσβησε από τα χείλη των Ελλήνων η ανυπόκριτη χαρά και το άδολο γέλιο, χάθηκε η αίσθηση του χιούμορ και μαζί με αυτά χάθηκε η αίσθηση του ωραίου, η έμπνευση, το φτερούγισμα της ψυχής, η μεγαλοφυΐα, η δημιουργική ικανότητα. Δεν σβήστηκαν όμως παντελώς γιατί αυτά αν και απαγορευμένα μακροημέρευαν στις ψυχές των Ελλήνων και γιατί ο θρησκευτικός και πνευματικός χαρακτήρας των Διονυσιακών γιορτών έδωσε αφορμή να δημιουργηθεί η διδακτική τραγωδία, το σατυρικόν δράμα κι η κωμωδία. Και τώρα άλλος εγκληματίας πάλι ξενόφερτος με άδεια και προώθηση εκ των ένδω, δια πλαγίας οδού, πάλι καταργεί, πάλι απαγορεύει , πάλι δαιμονοποιεί τις δικές μας απόκριες.και το όνομα αυτής Νέα Τάξη. ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΛΟΙΠΟΝ ΥΠΟ ΔΙΩΓΜΌΝ
Τέτοιες μνήμες επικίνδυνες και πρέπει να διαγραφούν ή να μη γραφούν καθόλου στο μυαλό. Οι απόκριες και κάθε τι που έχει ελληνικές ρίζες καταργείται. Οι σωτήρες αγωνιούν τι έτσι θα μας αφήσουν απροστάτευτους στα σαγόνια του κορωνοϊού, θα μας αποτελειώσουν με άλλο τρόπο. Η Νέα τάξη ξεθεμελιώνει οτιδήποτε μας χαρακτηρίζει σαν έθνος ,σαν κράτος σαν λαό,σαν άνθρωπο . Εφηύραν ένα διαφορετικό είδος μασκαρέματος ,μας έκαναν για πάντα μασκαράδες, υπηρέτες των μηχανών, χωρίς συναίσθημα και χωρίς εκτίμηση στο ωραίο. Θρήνησε Διόνυσε χορευτή, υιέ του Δία και της Σεμέλης, Θεέ της ζωής και του Άδη, κράτησε στο κεφάλι σου τον θύρσο, αποχαιρέτα τα δικά σου μυστήρια τα Διονυσιακά που χιλιάδες χρόνια τώρα τελούνται πανηγυρικά στην χώρα σου.
Ένας νέος , σκοτεινός κόσμος ανατέλει.
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ
(δασκάλα, λογοτέχνις)
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου